1-3. Φορητό γραφείο του λόρδου Μπάιρον (1788-1824), μαόνι (κοκκινωπό και ιδιαίτερα ανθεκτικό ξύλο), βελούδο, 14x40x25 εκ., έργο του Άγγλου τεχνίτη Turner | 4. Ελληνικά Χρονικά, εκδότης Ιάκωβος-Ιωάννης Μάγερ, τύποις Δ. Μεσθενέως, Μεσολόγγι 1824-1826, 25x19 εκ.
Φορητό γραφείο του λόρδου Μπάιρον
PDF↓
15 από 21
Ώρα για έρευνα!
Με μια πρώτη ματιά!
Και τώρα ελάτε λίγο πιο κοντά!
Πίσω από ένα αντικείμενο κρύβεται μια εποχή! Ας ταξιδέψουμε ως εκεί!
Το ξύλινο γραφείο ενός ταξιδιώτη ποιητή
Ένα κομμάτι από τις ανέσεις που άφησε πίσω του στην Αγγλία, ένα καλοφτιαγμένο φορητό γραφείο από ανθεκτικό κοκκινωπό μαόνι φέρνει μαζί του στην Ελλάδα ο λόρδος Μπάιρον. Κλειστό, μοιάζει με βαλιτσάκι. Εύκολα ακολουθεί τον ταξιδιώτη που μετακινείται από τόπο σε τόπο, που μένει μήνες στο πλοίο ή πορεύεται με το άλογο για μέρες στα βουνά. Όταν ανοίγει μετατρέπεται σε μικρό τραπέζι, με θήκη για τα χαρτιά, την πένα και το μελανοδοχείο όποιου έχει την ανάγκη να γράψει καθώς ταξιδεύει, να αλληλογραφήσει με φίλους και αγαπημένους μεταφέροντας τις εντυπώσεις του, να κρατήσει προσωπικές σημειώσεις από το ταξίδι. Και πράγματι, ο λόρδος Μπάιρον ταξίδεψε και έγραψε πολύ στη ζωή του. Πρώτη φορά φεύγει από την πατρίδα του στα είκοσι ένα του χρόνια, έχοντας μόλις ενηλικιωθεί και έχοντας καταλάβει μια θέση στη Βουλή των Λόρδων. Ξεκινά την περιπλάνησή του ανέμελος, με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού που ανακαλύπτει τα «θαύματα» του κόσμου. Λίγο πριν πάρει τον δρόμο της επιστροφής, το 1811, γράφει στη μητέρα του από την Αθήνα: «είμαι τόσο πεπεισμένος για τα οφέλη που αποκομίζει κανείς παρατηρώντας την ανθρωπότητα αντί να διαβάζει γι’ αυτήν, και για τα οδυνηρά αποτελέσματα που έχει το να μένεις σπίτι σου με όλες τις στενόμυαλες προκαταλήψεις ενός νησιώτη, ώστε νομίζω ότι θα έπρεπε να υπάρχει σε εμάς νόμος που να υποχρεώνει τους νέους μας να μένουν ένα διάστημα στο εξωτερικό […]. Εδώ βλέπω και κουβεντιάζω με Γάλλους, Ιταλούς, Γερμανούς, Δανούς, Έλληνες, Τούρκους, Αρμένιους κλπ κλπ, και χωρίς να χάνω από τα μάτια μου τη δική μου πατρίδα, μπορώ να σχηματίσω γνώμη για τις χώρες και τα ήθη άλλων». Ο Μπάιρον αναζητά το άγνωστο, την περιπέτεια, την προσωπική του ελευθερία. Το συναρπαστικό αυτό πρώτο ταξίδι στην Ανατολή διαρκεί δύο χρόνια και μέσα από την εμπειρία του θα γεννηθεί η ποίηση. Επιστρέφοντας θα κερδίσει αναπάντεχα τη φήμη μέσα σε μια νύχτα, δημοσιεύοντας το ποίημα «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» (Childe Harold's Pilgrimage). Το έργο είναι γεμάτο από τις εικόνες και τα συναισθήματα που του δημιούργησε το ταξίδι του. Θα ακολουθήσουν και άλλα ποιήματα γεμάτα φαντασία, ρομαντισμό, ήρωες, μεγάλα πάθη, υλικές απολαύσεις. Θα δεχθεί τον θαυμασμό αλλά και τις σκληρές επικρίσεις για την έξω από τα καθιερωμένα όρια προσωπική του ζωή, για τις ανάρμοστες συμπεριφορές του σε σχέση με τους κοινωνικούς κανόνες της εποχής του. Το δεύτερο μεγάλο ταξίδι θα έρθει ως αυτοεξορία, ως φυγή από τα σχόλια, μετά από δώδεκα έντονα χρόνια. Αυτή τη φορά όμως ο ώριμος ταξιδιώτης θα έχει αντικαταστήσει τη λέξη «περιπέτεια» με τη λέξη «δράση». Έχοντας κατακτήσει την ατομική ελευθερία, θα οραματίζεται τη συλλογική, και θα έχει διαμορφώσει την πολιτική του σκέψη. Στην Ιταλία θα συνδεθεί με το επαναστατικό κίνημα των Καρμπονάρων και θα γνωρίσει το όραμα των Ελλήνων για Ελευθερία μέσα από τη φιλία του με τον επίσης ρομαντικό Άγγλο ποιητή Πέρσυ Σέλλεϋ (Percy Bysshe Shelley). Εκείνος ήδη συναναστρέφεται με άλλους φιλελεύθερους διανοούμενους Ευρωπαίους και Έλληνες της Ιταλίας, όπως ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος και ο λόγιος φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Έχουν δημιουργήσει έναν ιδεολογικό κύκλο στην πόλη Πίζα ανταλλάσσοντας ιδέες, σκέψεις και πολιτικές απόψεις. Το 1821 την ώρα που ο Μαυροκορδάτος φεύγει για να ενταχθεί στην Επανάσταση στο Μεσολόγγι, ο Σέλλεϋ θα τον χαιρετίσει αφιερώνοντάς του το ποίημα «Ελλάς» (Hellas). Ένα έργο που πιθανόν να ενέπνευσε στον Διονύσιο Σολωμό τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν». Που ίσως ώθησε και τον Μπάιρον να αναζητήσει στον ελληνικό Αγώνα το έναυσμα και την ευκαιρία να αγγίξει τα υψηλά ιδανικά που ονειρεύτηκε στα ποιήματά του, ακολουθώντας τη φράση του Σέλλεϋ « Είμαστε όλοι Έλληνες».
Το 1823 από την Ιταλία φτάνει στην Κεφαλονιά ως επίσημος εκπρόσωπος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου. Στην επιστολή του προς την Ελληνική Κυβέρνηση θα δηλώσει: «Επιθυμώ το καλό της Ελλάδας και τίποτε άλλο﮲ θα κάνω ό,τι μπορώ για να το εξασφαλίσω […]», καθώς προετοιμάζεται να περάσει απέναντι και να ενταχθεί στην Επανάσταση, στο πλευρό της. Το πλοίο του είναι γεμάτο όπλα, πυρομαχικά, ιατρικό υλικό. Τα χρήματά του στη διάθεση του Αγώνα, και ο ίδιος έτοιμος να πάει όπου τον χρειάζονται. Η Επαναστατική Κυβέρνηση θα κρίνει πολύτιμη την παρουσία του στο Μεσολόγγι, το στρατηγικό κέντρο των επιχειρήσεων στη Στερεά Ελλάδα. Εκεί στο ξύλινο γραφείο του, ο ποιητής και επαναστάτης θα σχεδιάσει τη συμβολή του στην πολιτική ελευθερία των Ελλήνων. Με αριθμούς, με ορθή πάντα κρίση, με ανοχή και κατανόηση απέναντι στους ανθρώπους, με αποστροφή πάντα για τις προκαταλήψεις. Οι επιστολές που θα γράψει στο δεύτερο και τελευταίο αυτό ταξίδι του στην επαναστατημένη Ελλάδα είναι αποκαλυπτικές για το έργο και την ψυχή ενός ελεύθερου ανθρώπου.
❃ Μικρά Σχόλια ❃
Οι επιστολές του Μπάιρον
Οι επιστολές του Μπάιρον από την εποχή της συμμετοχής του στον Αγώνα σώζονται σήμερα σε ιδιωτικά και δημόσια αρχεία, βιβλιοθήκες και μουσεία, όπως και στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. Οι παραλήπτες είναι αγαπημένα του πρόσωπα, φίλοι, συνεργάτες, Έλληνες αγωνιστές και πολιτικοί. Αλληλογραφεί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, «ένα πρόσωπο που χαίρει μεγάλης εκτίμησης σε ολόκληρη την Ευρώπη» όπως γράφει, με τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Ανδρέα Λόντο. Αναζητώντας «γενναίους και τίμιους» Έλληνες οπλαρχηγούς για να συνεργαστεί, ξοδεύει ένα «σημαντικό ποσό» και ναυλώνει ένα καΐκι που μεταφέρει την επιστολή του στον Μάρκο Μπότσαρη. Και εκείνος θα απαντήσει θετικά γράφοντας όμως το τελευταίο του γράμμα. Την επόμενη μέρα, στη μάχη στο Καρπενήσι, θα σκοτωθεί. Οι περισσότερες επιστολές του Μπάιρον είναι γραμμένες βιαστικά, μαρτυρώντας τις δύσκολες συνθήκες του πολύμηνου θαλάσσιου ταξιδιού ή την αγωνία του πολέμου. Με ειλικρίνεια, με χιούμορ και άλλοτε με μεγάλη σοβαρότητα, πάντα με κριτική ματιά, περιγράφει τα πρόσωπα, τις δυσκολίες, τις εμφύλιες διαμάχες, την καθημερινή ζωή των κατοίκων και των ταξιδιωτών, τις διαφορετικές και ασυμβίβαστες καμιά φορά αντιλήψεις τους, τους τρόπους επικοινωνίας, τις καιρικές συνθήκες. Μέσα από τις επιστολές του αναδύεται ολοζώντανη η προσωπικότητά του, η Ελληνική Επανάσταση αλλά και ολόκληρη η εποχή.
Στο Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου
«Με μεγάλη χαρά βεβαιώνω τη λήψη της επιστολής σας, κι ευχαριστώ το Κομιτάτο για την τιμή που μου έκανε. Θα προσπαθήσω να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης σας με κάθε μέσο που διαθέτω». Γεμάτος χαρά γράφει ο Μπάιρον προς τον Τζον Μπόουρινγκ (John Bowring), γραμματέα του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, τον Μάιο του 1823. Λίγο νωρίτερα την ίδια χρονιά είχε ιδρυθεί η οργάνωση από είκοσι πέντε φιλέλληνες με φιλελεύθερες αρχές. Κύρια επιδίωξή της η ενίσχυση του Αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία και η άσκηση πίεσης στη βρετανική κυβέρνηση για αλλαγή πολιτικής απέναντι στο ελληνικό ζήτημα. Με εισήγηση του Μπόουρινγκ ο Μπάιρον έχει επιλεγεί ως μέλος της Επιτροπής και αντιπρόσωπός της στην επαναστατημένη Ελλάδα. Και βέβαια δεν χάνει την ευκαιρία να υπηρετήσει έναν υψηλό σκοπό, όπως τόσο επιθυμούσε. Αξιοποιεί στο μέγιστο τα προτερήματά του: «Η παλαιότερη διαμονή μου στη χώρα, η εξοικείωσή μου με την ιταλική γλώσσα […] και η όχι πλήρης άγνοιά μου της ρωμαίικης θα μου έδιναν κάποια πλεονεκτήματα ως προς την πείρα», θα επισημάνει. Αυτό που θα προσφέρει όμως στον Αγώνα θα είναι τελικά πολύ μεγαλύτερο από όσα όριζε το καθήκον του στο Κομιτάτο. Σημαντικά ποσά από την περιουσία του θα καλύψουν μισθούς στρατιωτών για τις επιχειρήσεις της ξηράς και αμοιβές ναυτών για τη διάσπαση του θαλάσσιου αποκλεισμού του Μεσολογγίου. Για κάποιο διάστημα θα συντηρήσει με δικά του έξοδα ένα στρατιωτικό σώμα από 500 Σουλιώτες. Θα στηρίξει την Επαναστατική Κυβέρνηση και θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να επισπεύσει το δάνειο από την Αγγλία για την οικονομική της ενίσχυση. Θα επιχειρήσει να οργανώσει τακτικό σώμα στρατού από Γερμανούς φιλέλληνες. Θα συμβουλεύει και θα πληροφορεί το Κομιτάτο για τις πραγματικές ανάγκες των Ελλήνων. Θα διασώσει με δικά του έξοδα αμάχους και αιχμάλωτους Έλληνες και Τούρκους για να «απαλύνει κατά το δυνατόν τα δεινά ενός πολέμου τόσο ανελέητου». Θα αναλάβει την οργάνωση και την αρχική χρηματοδότηση της πρώτης εφημερίδας του Μεσολογγίου εξασφαλίζοντας, σε συνεργασία με το Κομιτάτο, τυπογραφικό εξοπλισμό με ελληνικά στοιχεία. Εκείνος θα επιλέξει ως εκδότη τον Ελβετό φιλέλληνα γιατρό Ιωάννη-Ιάκωβο Μάγερ. Το φύλλο θα κυκλοφορήσει με τίτλο «Ελληνικά Χρονικά» και θα συνεχίσει να εκδίδεται έως και την πτώση του Μεσολογγίου το 1826, όταν ανάμεσα στα θύματα της ηρωικής εξόδου θα είναι ο εκδότης και ο τυπογράφος του. Ο Μπάιρον ήταν ανήσυχος για τον ρόλο που θα μπορούσε να παίξει μια εφημερίδα σε περίοδο που οι Έλληνες είναι διχασμένοι από τους πολιτικούς ανταγωνισμούς. Παρ’ όλα αυτά τα «Ελληνικά Χρονικά» θα προσφέρουν πολύτιμη ενημέρωση και εμψύχωση στους αγωνιστές. Παράλληλα θα επηρεάσουν την κοινή γνώμη της Ευρώπης υπέρ του δίκαιου ελληνικού Αγώνα, μετατρέποντας το Μεσολόγγι σε κέντρο διακίνησης φιλελεύθερων ιδεών. Σε ειδικό τεύχος της εφημερίδας, τον Απρίλιο του 1824, θα δημοσιευθεί η είδηση για τον πρόωρο θάνατο του Μπάιρον. Και από το ίδιο τυπογραφείο του Μάγερ έναν χρόνο μετά, θα τυπωθεί στα ελληνικά και τα ιταλικά ο «Ύμνος εις την Ελευθερία» του Διονύσιου Σολωμού.
Ένας ποιητής με ιστορική σκέψη
Ο Μπάιρον θα παραμείνει για πέντε ολόκληρους μήνες στην Κεφαλονιά, αμήχανος και σκεπτικός, περιμένοντας να διαπιστώσει με ψυχραιμία σε ποιο μέτωπο της Επανάστασης και με ποια ομάδα Ελλήνων θα μπορούσε να συνεργαστεί για να προσφέρει τη βοήθειά του. Την εποχή όμως εκείνη οι διαμάχες μεταξύ των αγωνιστών έχουν διασπάσει τα μέτωπα και εμποδίζουν την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Ο Μπάιρον θα επιμείνει να μείνει αμέτοχος και να μη συνταχθεί με καμιά φατρία, παρά μόνο με την επίσημη κεντρική ηγεσία του Αγώνα. Σε επιστολή προς τον μορφωμένο φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πρώην μέλος της κυβέρνησης, γράφει με την ελπίδα να συμβάλει στην ένωση των Ελλήνων: «Δεν είναι παράδοξο βεβαίως, ότι αφυπνίζονται αντιθέσεις σε μια επαναστατημένη χώρα που μόλις απαλλάχθηκε από τόσο μακροχρόνια και βάρβαρη τυραννία﮲ αλλά δεν μπορώ να αποκρύψω τη δυσαρέσκειά μου και επίσης την ελπίδα που έτρεφα, […] ότι σ΄ έναν πόλεμο στον οποίο οι Έλληνες δεν μάχονται για πολιτικές θεωρίες ούτε μόνο για την ανεξαρτησία τους, αλλά για την ίδια την ύπαρξή τους, θα μπορούσαν ν’ αποτρέψουν τα μεγάλα δεινά που συνοδεύουν πάντα όλες τις επαναστάσεις. Η διαψευσμένη ελπίδα μου μετατρέπεται σε τρόμο, όταν σκέφτομαι τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει αυτή η διχόνοια […]». Είναι εντυπωσιακό ότι ο Μπάιρον, αν και Ευρωπαίος, κατανοεί τις βαθύτερες αιτίες της φιλονικίας των Ελλήνων. Αιτιολογεί χωρίς εμπάθεια και χωρίς να κατακρίνει τη συμπεριφορά τους, με τον νηφάλιο τρόπο που θα σκεφτόταν ίσως ένας ιστορικός. Την Ελληνική Επανάσταση συνοδεύουν «δεινά», όπως και όλες τις άλλες επαναστάσεις της εποχής. Ο ποιητής έχει ήδη γνωρίσει στην Ιταλία μία από αυτές. Διαπιστώνει ότι παρά τις μεγάλες διαφορές τους καθορίζονται από τις ίδιες συνθήκες. Και μέσα σε αυτές, οι άνθρωποι, από όπου κι αν προέρχονται, αντιδρούν πάντα με παρόμοιο τρόπο. Η μεγάλη του ανησυχία είναι ότι η εμφύλια διαμάχη των Ελλήνων θα βλάψει την εικόνα του Αγώνα στο εξωτερικό και θα επηρεάσει αρνητικά την κοινή γνώμη, δυσκολεύοντας την αποστολή βοήθειας. Σε δεύτερη επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πάλι από την Κεφαλονιά, γράφει τον Δεκέμβριο του 1823: «Η Ελλάδα είναι τώρα αντιμέτωπη με τρεις λύσεις: να κατακτήσει την ελευθερία της ή να γίνει κτήση των ηγεμόνων της Ευρώπης ή τουρκική επαρχία. - Τώρα μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στις τρεις. - Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στις δύο τελευταίες». Και πράγματι οι διχόνοιες δεν θα επιτρέψουν να πραγματοποιηθεί καμιά από τις εκστρατείες που σχεδίαζε με τον Μαυροκορδάτο για να ενισχύσουν τον Αγώνα στη Δυτική Στερεά. Ο Μπάιρον πέθανε από ελονοσία στο Μεσολόγγι, όπου είχε εγκατασταθεί μετά από παράκληση της ελληνικής κυβέρνησης, τον Απρίλιο του 1824, μέσα σε μια κακοκαιρία και πριν προλάβει να μπει ηρωικά στη μάχη, όπως ευχόταν. Ο θάνατός του συγκλόνισε το πανελλήνιο και τη διεθνή κοινότητα. Τιμές, λατρευτικές εκδηλώσεις, επικήδειοι λόγοι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αγγλία, αφιερώματα και εκδόσεις θα υψώσουν στην ιστορία τον μύθο του επαναστάτη ποιητή. Ο Σολωμός συνθέτει την «Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον». Συντετριμμένος ο Μαυροκορδάτος θα δηλώσει: «κανείς εκτός από μένα δεν γνωρίζει τι έχασε η Ελλάδα». Λίγους μήνες αργότερα ο Ιμπραήμ θα αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο.
♪ Μουσική Σύνδεση
📖 Βιβλιογραφικές Παραπομπές
Λόρδου Μπάυρον, Επιστολές από την Ελλάδα, 1809-1811 & 1823-1824, επιμέλεια-εισαγωγή-σχόλια Leslie A. Marchand, μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1996.