1. Παλάσκα του οπλαρχηγού Αλέξη Βλαχόπουλου (1780-1865), Επιχρυσωμένο ασήμι και νιέλλο, 12,5x10,5 εκ. | 2. Η σπάθα του Οδυσσέα Ανδρούτσου (1788-1825), ατσάλι, δέρμα, ασήμι, μήκος 98 εκ. | 3. Γιαταγάνι του Μαχμούτ Δράμαλη (1780-1822), Θαλάσσιος ίππος, σίδερο, ασήμι, νιέλλο, επιχρύσωση, ξύλο, δέρμα, κράμα χαλκού, μήκος 73 εκ., δωρεά Δημητρίου Ορφανίδη
Ο οπλισμός των αγωνιστών
PDF↓
9 από 21
Ώρα για έρευνα!
Με μια πρώτη ματιά!
Και τώρα ελάτε λίγο πιο κοντά!
Πίσω από ένα όπλο κρύβεται μια εποχή! Ας ταξιδέψουμε ως εκεί!
Τα όπλα των αγωνιστών: κειμήλια και τεκμήρια
Σε μια εποχή γεμάτη διεκδικήσεις και ριζικές ανατροπές τα όπλα αναπόφευκτα πρωταγωνιστούν. Είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση των επαναστατών, το μέσο της επικράτησής τους, το σύμβολο της γενναιότητας και της ανυπακοής τους στην εξουσία της αυτοκρατορίας. Στην Επανάσταση κάποιοι Έλληνες μπαίνουν ως έμπειροι πολεμιστές. Έχουν ήδη εξοικειωθεί με τον πόλεμο μεγαλώνοντας μέσα σε περιβάλλοντα αρματολών και κάπων ή μέσα στους κινδύνους παλαιότερων τοπικών εξεγέρσεων. Άλλοι θα συνδεθούν με τα όπλα μέσα από αυτόν τον αγώνα. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι χριστιανοί δεν έχουν το δικαίωμα της οπλοφορίας. Παραχωρείται μόνο ως προνόμιο σε κάποιες ομάδες, όπως στους Μανιάτες και τους Σουλιώτες, ή βέβαια στους στρατιώτες και τους αρματολούς. Όμως και ο υπόλοιπος πληθυσμός είναι άτυπα οπλισμένος. Οι κλέφτες και οι πειρατές παράνομα έχουν όπλα στα βουνά και τις θάλασσες, οι έμποροι και οι χωρικοί επίσης, για να προστατέψουν τη ζωή και την περιουσία τους από την πειρατεία και τη ληστεία. Τα όπλα, αν και συγκριτικά λιγοστά για έναν τόσο άνισο αγώνα, είναι παρόντα στην ελληνική κοινωνία της εποχής. Όσο μάλιστα πλησιάζει η Επανάσταση αυξάνονται μέσα σε ένα διάχυτο κλίμα προετοιμασίας της ελευθερίας. Τα περισσότερα όπλα προέρχονται από μεγάλα εργαστήρια οπλοποιών που βρίσκονται σε πόλεις των βόρειων Βαλκανίων και της Ευρώπης. Φτάνουν στα χέρια των Ελλήνων μέσα από το θαλάσσιο και χερσαίο εμπόριο. Λιγότερα είναι τα όπλα που κατασκευάζονται σε εργαστήρια του ελλαδικού χώρου. Οι Έλληνες αργυροχρυσοχόοι τα παραλαμβάνουν συνήθως ακόσμητα και αναλαμβάνουν να τα διακοσμήσουν με τις ιδιαίτερες τεχνικές και τα πολύτιμα υλικά που χρησιμοποιούν και για τα κοσμήματα. Φημισμένα είναι τα εργαστήρια στα Γιάννενα, τους Καλαρρύτες, το Συρράκο, τα Γρεβενά, το Δελβίνο, τη Νάουσα, τη Στεμνίτσα. Σε μια εποχή όπου τίποτα δεν παράγεται γρήγορα ή μαζικά και τίποτα δεν κλείνει τον κύκλο της ζωής του μέσα σε μία μόνο γενιά, τα εργαστήρια των ντόπιων οπλουργών επισκευάζουν όπλα, τα τροποποιούν με νέα εξαρτήματα, και τα βελτιώνουν για να καλύψουν νέες ανάγκες καθώς περνούν από χέρι σε χέρι. Έμποροι, μισθοφόροι στρατιώτες, ναυτικοί, ληστές και πειρατές τα μεταφέρουν στις αγορές της αυτοκρατορίας. Τα διακοσμημένα όπλα είναι οκτώ φορές πιο ακριβά από τα ακόσμητα. Αλλά όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα δεν θα διστάσουν. Θα επιλέξουν οπλισμό επιβλητικό, που προκαλεί δέος και σεβασμό. Τον θεωρούν κομμάτι της δημόσιας εμφάνισης, της ταυτότητάς τους. Προβάλλει τον πλούτο και τη δύναμή τους, υπογραμμίζει το κύρος, τους θριάμβους τους στη μάχη. Δύσκολα αποχωρίζονται τα όπλα τους. Σε κάποιες περιπτώσεις τα προσφέρουν συμβολικά ως δώρα ευγνωμοσύνης, σφραγίζοντας φιλίες και συνεργασίες. Στη διαθήκη τους θα τα αφήσουν ως περιουσιακά στοιχεία στα παιδιά τους. Συχνά χαράζουν σε κάποιο σημείο το όνομά τους, την καταγωγή τους, ένα σύνθημα, μια ευχή, μια κρίσιμη ημερομηνία. Αν και μοιάζουν μεταξύ τους, είναι όλα ιδιαίτερα και μοναδικά: η σπάθα με το όνομα «Ασήμω» του αρματολού Οδυσσέα Ανδρούτσου, η παλάσκα με τη θεά Αθηνά του επίσης αρματολού Αλέξη Βλαχόπουλου, το γιαταγάνι του θρυλικού πασά Μαχμούτ Δράμαλη. Το πέρασμα του χρόνου θα τα μετατρέψει σε ιστορικές μαρτυρίες. Ο ιστορικός που θα τα μελετήσει, αναπόφευκτα θα συνδέσει την ιστορία τους με την τοπική ιστορία, τις οικονομικές συνθήκες της εποχής, τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας που τα χρειάστηκε, την πολιτική ανάγκη που τα απαίτησε. Η στενή τους όμως σύνδεση με τους ιδιοκτήτες τους θα διατηρήσει σε αυτά και μια άλλη ιδιότητα, πιο συναισθηματικά φορτισμένη, αυτή του κειμηλίου. Θρύλοι και προφορικές διηγήσεις θα συμπληρώσουν τις λακωνικές εγχάρακτες επιγραφές πάνω στο ασήμι. Γλαφυρές λεπτομέρειες θα συνδεθούν με την ιστορία τους. Όπως οι αγωνιστές με τον χρόνο θα γίνουν ήρωες, έτσι τα όπλα θα γίνουν «Μνημεία του Ιερού Αγώνα». Αυτός θα είναι και ο τίτλος της πρώτης έκθεσης που θα διοργανώσει το 1884 στην Αθήνα η νεοσύστατη Ιστορική Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος. Εκεί τα όπλα θα εκτεθούν για πρώτη φορά ως σύνολο. Οι απόγονοι των αγωνιστών με ενθουσιασμό και συγκίνηση θα τα δανείσουν στην έκθεση μετατρέποντας με μία κίνηση τα οικογενειακά τους κειμήλια σε ιστορικά και εθνικά, τμήματα της επίσημης αφήγησης της ιστορίας του ελληνικού κράτους. Πολλά από αυτά, αργότερα θα αποτελέσουν τον κεντρικό πυρήνα της συλλογής του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου (Παλαιά Βουλή). Ανάλογες δωρεές σχηματίζουν και τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη.
❃ Μικρά Σχόλια ❃
Η παλάσκα του Αλέξη Βλαχόπουλου
Περασμένες στο ζωνάρι τους, μαζί με τον υπόλοιπο οπλισμό, οι Έλληνες αγωνιστές φορούν τις παλάσκες, τις θήκες δηλαδή για τα φυσίγγια. Η συγκεκριμένη ανήκει στον αγωνιστή Αλέξη Βλαχόπουλο. Τον αρματολό που μπήκε στον κόσμο των όπλων από παιδί. Υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά αλλά και στον αγγλικό στρατό στα Επτάνησα, δύο χώρους μέσα στους οποίους διαμορφώθηκαν εκείνη την εποχή και άλλοι ικανοί στρατιωτικοί. Έπειτα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία ως «Απόστολος», με την ευθύνη δηλαδή να προετοιμάσει την περιοχή του. Στην Επανάσταση διατηρούσε το δικό του στρατιωτικό σώμα και πήρε μέρος στις μάχες που έλαβαν χώρα κυρίως στη Δυτική Ρούμελη, ακολουθώντας τις εντολές του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Με την ίδρυση του κράτους ανέλαβε τη θέση του Υπουργού Στρατιωτικών, ενώ τον Σεπτέμβρη του 1843 συμμετείχε στην επανάσταση για την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα. Η παλάσκα του είναι από επιχρυσωμένο ασήμι. Mε τη διαδεδομένη τότε και αγαπητή τεχνική του νιέλλο τονίζονται τα διακοσμητικά σχέδια στα οποία κυριαρχεί η μορφή της θεάς Αθηνάς, με όλα της τα χαρακτηριστικά σύμβολα. Στην εποχή του Διαφωτισμού και της Επανάστασης η αρχαία θεά περιστοιχίζεται επίσης από σημαίες και κλαδιά δάφνης, συνδεδεμένη με την πνευματική και πολιτική αναγέννηση του έθνους.
*Το νιέλλο ή σαβάτι είναι ένα μείγμα από ασήμι, χαλκό, μολύβι και κερί θειαφιού. Με το υλικό αυτό οι τεχνίτες γέμιζαν τα θέματα που είχαν χαράξει, βαθιά με το καλέμι, πάνω στο μέταλλο. Η αναλογία των υλικών στο μείγμα μπορούσε να δώσει διαφορετικούς τόνους μαύρου έως γκρίζου χρώματος.
Σπάθα με θήκη του Οδυσσέα Ανδρούτσου
Η σπάθα ή πάλα θα είναι το κύριο όπλο των αγωνιστών στην Επανάσταση. Οθωμανικής προέλευσης, χρησιμοποιείται στα Βαλκάνια ήδη από τον τελευταίο αιώνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η συγκεκριμένη ανήκε στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον αγωνιστή που ταυτίστηκε στην ιστορία με την ηρωική μάχη στο Χάνι της Γραβιάς. Πράγματι, ήταν πολύ μεγάλης στρατηγικής σημασίας το γεγονός αυτό τον Μάιο του 1821, γιατί παρά τις άνισες δυνάμεις των δύο πλευρών, κατάφερε να καθυστερήσει τον στρατό του Ομέρ Βρυώνη να φτάσει στην επαναστατημένη Πελοπόννησο. Αμέσως έγινε θρύλος ο Ανδρούτσος και ανέλαβε τη διοίκηση των επιχειρήσεων στην Ανατολική Ρούμελη κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια του Αγώνα. Στη βιογραφία του συναντάμε και πάλι τη νεανική μαθητεία στα όπλα στην Αυλή του Αλή Πασά, τα αρματολίκια και την ένταξη στη Φιλική Εταιρεία, παραμονές του ξεσηκωμού. Το τέλος του ήρθε πρόωρο και άδοξο, μέσα στους ανταγωνισμούς των πρωταγωνιστών της Επανάστασης. Το σπαθί του έχει το ιδιαίτερο όνομα «Ασήμω», γιατί ενώ η λεπίδα του είναι ατσάλινη, φτιαγμένη από Κεντροευρωπαίους οπλοποιούς, η λαβή του είναι από ασήμι, δουλεμένη από τους φημισμένους αργυροχρυσοχόους της Ηπείρου. Πλούσια διακοσμημένη με φυτικά μοτίβα καταλήγει στη μορφή ενός δράκου ή φιδιού, σύμβολο προστατευτικό και ιερό, αγαπητό την εποχή εκείνη. Η ξύλινη θήκη είναι και αυτή καλυμμένη από μαύρο δέρμα και ασήμι, με κομψή ανάγλυφη διακόσμηση.
Γιαταγάνι του Μαχμούτ Δράμαλη
Τα γιαταγάνια χρησιμοποιήθηκαν από χριστιανούς και μουσουλμάνους σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Προκαλούσαν ιδιαίτερη εντύπωση στους Ευρωπαίους που τα ταύτισαν με την Ανατολή. Οι ρομαντικοί καλλιτέχνες, ιδίως οι φιλέλληνες, τα απεικόνισαν στα έργα τους ως σύμβολα δύναμης, ορμής και πολυτέλειας. Το γιαταγάνι αυτό ανήκε στον Δράμαλη, τον Μαχμούτ Πασά της Λάρισας, με καταγωγή από τη Δράμα, όπως δηλώνει το όνομά του, αρχιστράτηγο της μεγάλης τουρκικής στρατιάς που το 1822 ανέλαβε να καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ο στρατός του, πρωτόγνωρα εξοπλισμένος, πολυάριθμος και επιβλητικός προκάλεσε αρχικά τον τρόμο στους επαναστατημένους. Η νίκη των Ελλήνων στα Δερβενάκια τον Ιούλιο του 1822, εκτός από την ηθική τόνωση, έφερε στα χέρια των αγωνιστών, ως λάφυρα, τα ιδιαίτερα πολυτελή όπλα και πολεμοφόδια της στρατιάς του. Σύμφωνα με περιγραφές της εποχής, για έναν μήνα μετά τη μάχη οργανώνονταν στις πόλεις της Πελοποννήσου υπαίθριες αγορές, όπου πωλούνταν από το πρωί ως το βράδυ το πλούσιο αυτό υλικό. Το γιαταγάνι του Δράμαλη είναι κατασκευασμένο με πολύτιμα υλικά. Η λαβή του είναι φτιαγμένη από χαυλιόδοντα θαλάσσιου ίππου, η λάμα του από σίδερο και η διακόσμησή του από ασήμι με την τεχνική του νιέλλο. Τα μοτίβα που το στολίζουν είναι όλα φυτικά, σύμφωνα με την οθωμανική παράδοση που δεν επέτρεπε την απεικόνιση ανθρώπινων μορφών. Μόνο στο άκρο της θήκης του σπαθιού σχηματίζεται η μορφή ενός φιδιού ή δράκου.
Η χρηματοδότηση του οπλισμού
Χωρίς να υπάρχει οργανωμένο κράτος ποιος άραγε μπορούσε να αναλάβει το υψηλό κόστος του οπλισμού των αγωνιστών; Ένα μεγάλο μέρος των εξόδων αυτών ανέλαβαν από νωρίς εύποροι Έλληνες μέσα και έξω από τα όρια της αυτοκρατορίας, κινητοποιημένοι και οργανωμένοι από τη Φιλική Εταιρεία. Με δική τους χρηματοδότηση αγοράστηκαν τα πρώτα όπλα και εξοπλίστηκαν τα πρώτα καράβια. Οι δωρεές εμπόρων, προεστών και άλλων οικονομικά ισχυρών Ελλήνων προς την επαναστατική κυβέρνηση συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Ταυτόχρονα όσοι καπετάνιοι και οπλαρχηγοί είχαν τη δυνατότητα κάλυπταν με δικά τους έξοδα τις βασικές ανάγκες του στρατού τους σε πολεμοφόδια και τροφή. Κατέθεταν μάλιστα τα έξοδά τους στην Κεντρική Διοίκηση της Επανάστασης με στόχο να αποζημιωθούν μια μέρα από το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Αλλά και η επαναστατική κυβέρνηση ήδη από τον πρώτο της προϋπολογισμό το 1822, προβλέπει σχεδόν αποκλειστικά έξοδα για τις βασικές ανάγκες του στρατού και λίγο αργότερα καθιερώνει τη μισθοδοσία των στρατιωτών. Τις περισσότερες φορές όμως τα χρήματα αυτά δεν αρκούν.
Τα λάφυρα
Ένα καθαρό κέρδος για τους στρατιώτες και τους ναύτες του Αγώνα προσφέρουν τα λάφυρα. Ο κινητός πλούτος δηλαδή και τα υλικά αντικείμενα ενός στρατού, που μπορούσε να πάρει ο αντίπαλος αν νικούσε. Συχνά οι ίδιοι οι ηττημένοι αποδεχόμενοι την ήττα τους παρέδιδαν τον οπλισμό τους ή αλλιώς τον συνέλεγαν οι νικητές στα πεδία των μαχών. Ο τρόπος κατανομής του στους συμμετέχοντες στη μάχη ήταν οργανωμένος και προκαθορισμένος με σαφήνεια. Ο επικεφαλής, ο οπλαρχηγός ή ο αρχιστράτηγος, αναλάμβανε τη μοιρασιά φροντίζοντας ένα μέρος να παίρνει το «Έθνος». Γι’ αυτό σε κάποιες περιπτώσεις αντιπρόσωποι από την επαναστατική διοίκηση παραβρίσκονταν στη διανομή ώστε να επιβλέπουν την τήρηση των κανόνων. Τα υπόλοιπα μοιράζονταν στους οπλαρχηγούς που πήραν μέρος, και εκείνοι με αυτά χρηματοδοτούσαν τις ομάδες των ενόπλων τους ώστε να τις διατηρούν σταθερά ετοιμοπόλεμες κάτω από τις διαταγές τους. Καθώς ο πλούτος που μετέφεραν τα οθωμανικά στρατεύματα ήταν μεγάλος όχι μόνο σε πολεμοφόδια αλλά και σε πολύτιμα αντικείμενα κύρους, ο ανταγωνισμός μεταξύ των οπλαρχηγών για τα λάφυρα ήταν μεγάλος. Δεν ήταν λίγες οι φορές που παρακινήθηκαν να συμμετέχουν σε μάχες αποσκοπώντας περισσότερο στο κέρδος, ματαιώνοντας έτσι τις διαταγές και τον κεντρικό σχεδιασμό της επαναστατικής κυβέρνησης.
📖 Βιβλιογραφικές Παραπομπές
Ν. Βασιλάτος, Όπλα 1790-1860. Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας και Τέχνης, ΕΟΜΜΕΧ, Αθήνα 1989.
R. Elgood, Τα όπλα της Ελλάδας και των βαλκανικών γειτόνων της κατά την οθωμανική περίοδο, συνεργασία εκδόσεων Thames & Hudson και Polaris, Αθήνα 2009.
Μ. Καρβουνάκη-Βαποράκη, Νεοελληνικά κοσμήματα, στολίδια μιας άλλης εποχής, Μουσείο Μπενάκη-Εκπαιδευτικά Προγράμματα, Αθήνα 1999.
Κρεμμυδάς, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Τεκμήρια, Αναψηλαφήσεις, Ερμηνείες, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2016.